- σφήνα
- Απλό εργαλείο που αποτελείται από ένα στερεό ανθεκτικό σώμα πρισματικής μορφής με διατομή ισοσκελούς τρίγωνου. Με το εργαλείο αυτό εξασκούνται στις δύο ίσες πλευρές του τρίγωνου (πλευρά της σ.) δυνάμεις ανώτερες εκείνων που εξασκούνται στη βάση (κεφαλή). Η απόδοση του είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο μικρότερη είναι η βάση ως προς τις δύο πλευρές (π.χ. το μαχαίρι). Χρησιμοποιείται ευρύτατα ως εργαλείο για το σχίσιμο ξύλων και βράχων. Με τη μηχανική αρχή του λειτουργούν και τα κοινά κοπτικά εργαλεία και τα τρυπάνια.
* * *η / σφήν, σφηνός, ὁ, ΝΜΑξύλινο ή μεταλλικό πρισματικό εργαλείο με οξεία ακμή, που χρησιμεύει για τη διάσχιση στερεών σωμάτωννεοελλ.1. τεχνολ. μεταλλικό πρίσμα που χρησιμεύει για τη στερέωση κατά περιστροφική κίνηση δύο συγκεντρικών εξαρτημάτων, όπως ατράκτου και τροχαλίας ή τροχού2. (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού τιτανίου και τού ασβεστίου, το οποίο, σε κρυσταλλική ή συμπαγή μορφή, αποτελεί επουσιώδες συστατικό πολλών εκρηξιγενών πετρωμάτων, καθώς και τών γνευσίων, τών σχιστολίθων, τών κρυσταλλικών ασβεστολίθων και τών πηγματιτών, αλλ. τιτανίτης3. κάθε όργανο που μοιάζει στο σχήμα ή στη λειτουργία με τη σφήνα4. μτφ. καθετί που παρεμβάλλεται («διαφημιστική σφήνα»)5. φρ. α) «βάζω σφήνες» — προσπαθώ να δημιουργήσω διχόνοια ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα συκοφαντώντας το ένα στο άλλοβ) «σφήνα έξαρσης»(μετεωρ.) περιοχή υψηλών πιέσεων, η οποία παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο υφέσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. σφᾱνίον, που εμφανίζει -ᾱ-, οδήγησε στην υπόθεση αρχικού αμάρτυρου *σφᾱν (πιθ. < *σφανσ-, πρβλ. χήν ή < *σφά-ην). Αβέβαιη είναι η σύνδεση τού τ. με την κοντινή σημασιολογικά λ. σπάθη*. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. σφήνα (η), μεταπλασμένος κατά τα θηλ. σε -α].
Dictionary of Greek. 2013.